- φασήλιον
- φασήλιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φασήλιον — τὸ, Α [φάσηλος] 1. υποκορ. τ. τού φάσηλος·2. το φυτό ἰσόπυρον* … Dictionary of Greek
φασηλίου — φασήλιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασηλίων — φασήλιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φασήλια — φασήλιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)